- κανθαρίτης
- κανθαρ-ίτης [pron. full] [ῑ] οἶνος, ὁ,A wine from the vine κανθάρεως, Plin.HN14.75.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κανθαρίτης — κανθαρίτης, ὁ (Α) [κανθάρεως] (ενν. οίνος) είδος κρασιού που παρασκευαζόταν από το είδος τού αμπελιού κανθάρεως*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κανθάρεως (ενν. οίνος) + κατάλ. ίτης που απαντά και σε ονομασίες άλλων κρασιών (πρβλ. δαφν ίτης, θαλασσ ίτης)] … Dictionary of Greek
κανθάρεως — και εος, ὁ (Α) [κάνθαρος] είδος αμπελιού, από τα σταφύλια τού οποίου παρασκευαζόταν ο κανθαρίτης οίνος … Dictionary of Greek